-
1 φύτευμα
[фитэвма] ουσ. о. насаждение, посадка (растений)Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φύτευμα
-
2 посадка
посадка ж 1) (растений) το φύτευμα, η φύτευση 2) η επιβίβαση (на поезд, пароход) 3) (самолёта) η προσγείωση 4) (летающего аппарата) η προσεδάφιση· το προσθαλάσσωση (приводнение)· совершить мягкую \посадкау προσεδαφίζομαι ομαλά* * *ж1) ( растений) το φύτευμα, η φύτευση2) η επιβίβαση (на поезд, параход)3) ( самолёта) η προσγείωση4) ( летающего аппарата) η προσεδάφιση; το προσθαλάσσωση ( приводнение)соверши́ть мя́гкую поса́дку — προσεδαφίζομαι ομαλά
-
3 посадочный
επ.1. φυτευτικός•-ые работы φυτευτικές εργασίες.
|| για φύτευμα•посадочный картофель πατάτες για φύτευμα•
-ая машина μηχανή φύτευσης.
2. της επιβίβασης.3. της προσγείωσης•-ая площадка πεδίο προσγείωσης•
посадочный знак σημείο προσγείωσης.
-
4 высадка
1. (головок труб, заклёпок) η συμπιεστική εξόγκωση 2. (деревьев и т.п.) η (μετα)φύτευση, το (μετα)φύτευμα 3. (из транспорта) η αποβίβαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > высадка
-
5 подсадка
1. (местное утолщение заготовки) η τοπική εξόγκωση (του εξαρτήματος) μέσω συμπίεσης 2. бот. το συμπληρωματικό φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подсадка
-
6 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
-
7 посадка
посадк||аж1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·2. \посадкаи мн. φυτεία:\посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου. -
8 досадить
-
9 засадка
-и θ.φύτευση, φύτευμα. -
10 квадратно-гнездовой
επ. квадратно-гнездовой посев σπορά κατά τετράγωνα•-ая посадка φύτευμα κατά τετράγωνα.
-
11 отсадка
-и θ.1. ξεχώρισμα των μικρών ζώων.2. ξεχωριστό φύτευμα• μεταφύτευση.3. (για ορυκτά) καθάρισμα με εξακόντιση υγρού ή αέρα. -
12 отсаживание
-я ουδ.ξεχώρισμα, κάθιση ξεχωριστή. || ξεχώρισμα ζώων, μέριασμα. || ξεχωριστό φύτευμα μεταφύτευση. -
13 плантаж
-а α.σκάψιμο λάκκων για φύτευμα. -
14 подсад
-а α.1. φύτευμα συμπληρωματικό.2. φυτά κάτω από φυτά άλλου είδους. -
15 подсадка
-и θ.1. κάθιση, τοποθέτηση. || πάρσιμο, εισδοχή στο αμάξι.2. φΰτευμα συμπληρωματικό. -
16 прикопка
-и θ.σκάψιμο αβαθές για φύτευμα. || σκέπασμα φυτών με χώμα (από το ψύχος).
См. также в других словарях:
φύτευμα — that which is planted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύτευμα — (phyteuma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών, της τάξης των συνάνδρων. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη πολυετών φυτών, που ανθίζουν στα ορεινά λιβάδια της Ευρώπης και της Ασίας. Έχουν ανθοταξίες ωοειδείς ή μακρόστενες,… … Dictionary of Greek
φύτευμ' — φύτευμα , φύτευμα that which is planted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτευμάτων — φύτευμα that which is planted neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύμασι — φύτευμα that which is planted neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυτεύματα — φύτευμα that which is planted neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Кольник — Соцветия кольника колосистого … Википедия
αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου … Dictionary of Greek
γυναικοφυής — γυναικοφυής, ές (Α) αυτός που έχει γυναικεία φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + φυής < φυή «φύση, υπόσταση» ή, κατ άλλη άποψη, < φύος φύτευμα, γέννημα (Ησύχ.) (< φύομαι) (πρβλ. αυτοφυής, μεγαλοφυής)] … Dictionary of Greek
κατάθεση — η (AM κατάθεσις) [κατατίθημι] νεοελλ. 1. απόθεση, απίθωμα («κατάθεση θεμελίου λίθου») 2. παράδοση χρημάτων σε πιστωτικό ίδρυμα για φύλαξη και τοκισμό 3. το κατατεθειμένο ποσό 4. (λειτ.) πανηγυρική απόθεση ιερού λειψάνου ή ιερού αντικειμένου σε… … Dictionary of Greek
ρεζεντά — Μονοετείς ή πολυετείς πόες, με μικρά ακανόνιστα άνθη κατά επάκριους στάχεις ή βότρεις, του γένους ρεζεδά (οικογένεια Ρεζεδιδών, δικοτυλήδονα). Ένα είδος της ελληνικής χλωρίδας πολύ κοινό σε άγονους, αμμουδερούς και ξηρούς τόπους είναι η ώχρα ή… … Dictionary of Greek